Διάφορες παροιμίες Και η Ιστορία τους
“Μη στάξει και μη βρέξει”
Στο Μεσαίωνα οι τιμωρίες ήταν φοβερές και απάνθρωπες, ακόμα και για τα πιο ασήμαντα παραπτώματα. Κάποτε, όταν την Κορώνη την είχαν οι Φράγκοι, ένας φτωχός καμπανοκρούστης άργησε πέντε λεπτά, για να χτυπήσει την καμπάνα της πόλης. Αυτό, όομως, ήταν αρκετό για το σκληρό διοικητή -τον Ερνάντο Φελάζ- να τον διατάξει να πηδήσει από το καμπαναριό. Αλλ’ επειδή ο καμπανοκρούστης δεν είχε το κουράγιο, έβαλε ο Φελάζ μερικούς στρατιώτες του να τον ανεβάσουν με τη βία ως εκεί πάνω και να τον ρίξουν στο κενο. Φυσικά ο δυστυχισμένος έγινε κομμάτια. Μια άλλη τιμωρία που ήταν εξευτελιστική, ήταν η τιμωρία της «καρέκλας». Την επέβαλαν μονάχα σε άνδρες… και εκείνοι που την παρακολουθούσαν, έπρεπε να είναι επίσης ανδρες . Έδεναν τον τιμωρημένο πάνω σε μια καρέκλα με σκοινιά η αλυσίδες και τον βουτούσαν τρείς φορές στο ποτάμι ή σε καμία στέρνα. Ύστερα τον τραβούσαν τρείς.
“Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά”
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους. Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού. Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους. Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ’εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του. Αν όμως ήταν “Αχλάδα” τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ’άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η “Αχλάδα” έχει πίσω την ουρά. Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: “Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά”, τι θα γίνει;…
“Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του”
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά καί άνισοι. Εκτός της δέκατης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, έκαστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτο βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οί επιβληθέντες φόροι, έτι βαρυτέρους και αφορήτους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποσταλλομένων πρός τούτο υπαλλήλωνη εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί των ραγιάδων (υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του».
“Σ’αγαπάει η πεθερά σου”
Ο Νικόλας Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λέει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους , οι πεθερες , είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους . Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού , ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη .Ο γαμπρός παντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά .Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε , αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στους άλλους.
Όταν , όμως , γίνει ο γάμος , η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή, ο γαμπρός τις χαρές που είχε, οταν ήταν αρραβωνιασμένος. Γι’αυτο και σ’όποιον πάει σε κάποιο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε , λένε πως «τον αγαπάει η πεθερά του»
“Σαββατογεννημένος”
Δεν είναι μόνο οι παραδοσείς και οι θρύλοι, αλλά και πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως, όταν αλώθηκε η πόλη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν παντρεμένος, είχε τρία αγόρια και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τέταρτο. Την ημέρα ακριβώς που συντελέσθηκε το κοσμοΐστορικό εκείνο γεγονός, γέννησε κόρη, που πέθανε αμέσως. Ο θάνατος αυτός θεωρήθηκε κακό σήμαδι κι από τότε βγήκε η γνωστή παροιμία: “Σάββατο γιο μη χαίρεσαι και Τρίτη θυγατέρα”, γιατί Τρίτη ήταν που έπεσε η Κωνσταντινούπολη και Σάββατο γιορτάζουν οι διώχτες του Χριστού.
“Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας”
Έκφραση παροιμιακή, που ξεκινάει από πρόληψη & δεισιδαιμονία.
Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνησμός», η φαγούρα, δηλαδή, του σώματος, ήταν προειδοποίηση των θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή του παλάμη, θα έπαιρνε δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου θα πάρω λεφτά», συνηθίζουμε να λέμε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθανόταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αφτιά και στη μύτη. Κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διάλυσε το συμβούλιο.
- Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο. Ας αναβάλουμε για αργότερα την εκστρατεία…
Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση : «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».
“Σπάζω πλάκα”
Οταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους , άρχισαν να καταφθάνουν ένα σωρό αρχαιοκάπηλοι, που δημιουργούν ολόκληρα δίκτυα από πράκτορες.Οι πράκτορες αυτοί ήταν συνήθως Μαλτέζοι, που είχαν εγκατασταθεί γύρω από την Πύλη του Αδριάνου.Για να καλύπτουν,ωστόσο,την πραγματική τους δουλειά, έφερναν με ειδικά σκάφη στον Πειραιά τις γνωστές μαλτεζόπλακες, που χρησίμευαν για τα κράσπεδα των δρόμων και τις μονώσεις των “ταρατσών”. Κάποτε ένας, ο Ντομένικο Τσερούνια, πιάστηκε ¨στα πράσα¨ να μεταφέρει στο καράβι του μερικές αρχαιότητες σπάνια τέχνης, για να τις πάρει μαζί του και να τις πουλήσει. Αμέσως τότε μερικοί θερμόαιμοι φοιτητές, που τον πήραν είδηση, ανέβηκαν στο πλοίο του τα κάναν γυαλιά-καρφιά. Κατάστρεψαν ακόμα κι αυτες τις μαλτεζόπλακες, που βρίσκονταν εκεί και που ο Τσερόνια δεν είχε προλάβει να τις ξεφορτώσει.
“Τρώει τα νύχια του για καυγά”
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη.
Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ηταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο. Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι’ αυτό λίγο προτού βγούν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
“Πράσσειν άλογα”
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: “Μα τί είναι αυτά που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!”…Το “πράσσειν άλογα” λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση…
Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος “πράττω” ή/και “πράσσω” (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το “πράττειν” ή/και “πράσσειν” και του “άλογο” που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό “λόγος”=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο=παράλογο =>Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα…
“Θα σε σκίσω ”
Ακούμε τη φράση “να, έτσι θα σε σκίσω”. Η απειλή αυτή βρίσκεται σε χρήση από αρχαιότατα χρόνια και τη μεταχειριζόταν όχι μόνο οι Ελλήνες αλλά κι οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες και αργότερα οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι. Οι Βυζαντινοί, ακόμη, όταν μάλωναν μεταξύ τους, γιά να βρούν το δίκιο τους, κατέφευγαν στα δικαστήρια.
Αν το αδίκημα ήταν βαρύ, ο δικαστής αποφάσιζε να τιμωρήσει αυτούς που αδίκησε με με μαστίγωση.
Το μαστίγωμα – που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός- ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί ραβδιστές.
Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον ένοχο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα.
Μετά άρχιζα να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια κλπ.
Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: “τον έσπασα στο ξύλο” ή “τον τσάκισα στο ξύλο”.
“Μάλλιασε η γλώσσα μου”
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : “μάλλιασε η γλώσσα μου”, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
“Σαρδάμ”
Σαρδάμ είναι το μπέρδεμα των συλλαβών, κατά την ώρα που μιλούν οι ηθοποιοί, οι εκφωνητές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, αλλά και κάθε ομιλητής. Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός – σκηνοθέτης, γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε η ελληνική κινηματογραφική ταινία. Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε, σκέφθηκε να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε μια καινούρια λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ».
“Τουμπεκί”
«Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ».
Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα. Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνίζε και μη μιλάς. Τώρα για το « ψιλοκομμένο » τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
“Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς”
Στα χρόνια του Όθωνα, βρισκόταν σε κάποιο σοκκάκι στο Ναύπλιο η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια, από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που τους έκανε πιστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός. Αλίμονο σε κείνον που δε θα ήταν συνεπής, η Μιχαλού, κυριολεκτικά τον εξευτέλιζε. Ανάμεσα σε αυτούς τους οφειλέτες ήταν και ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την εξοφλήση, γιατί δεν είχε εκείνο τον καιρό δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε ο άνθρωπος τους δρόμους παραμιλώντας. Όταν κάνεις ρωτούσε να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν : « αυτός χρωστάει της Μιχαλούς ». Από τότε έμεινε αυτή φράση.
“Είμαστε για τα πανηγύρια”
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ’ όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης.
“Στον έβδομο ουρανό”
Το επτά έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου. Επτά οι ουρανοί , λεπτά οι λυχνίες των Εβραίων, επτά τα θαύματα της αρχαιότητας, και επτά τα μυστήρια, επτά οι λόφοι πάνω στους οποίους είχε χτιστεί Κωνσταντινούπολη και ούτω καθεξής. Επτά, λοιπόν, οι ουρανοί, σύμφωνα με τον Ταλμούδ, τον πολιτικό και θρησκευτικό κώδικα των Εβραίων (συνέχεια της Βίβλου). Ακόμα όπως πιστεύουν πολλοί, ο παράδεισος βρίσκεται στον έβδομο ουρανό και όποιος ζει στον έβδομο ουρανό , ζει ευτυχισμένος.
“Τα κάνουμε πλακάκια”
Όταν θέλουμε να πούμε πως δύο άνθρωποι τα είχαν συμφωνημένα, μεταχειριζόμαστε την έκφραση : « τα κάνατε πλακάκια », δηλαδή τα κάνατε έτσι, ώστε να μη φαίνεται τίποτε από εκείνα που σας κατηγορούν. Μερικοί θέλουν να υποστηρίζουν ότι η έκφραση του προήλθε από τη συμμετρική τοποθέτηση των πλακιδίων των σπιτιών. Είναι όλα τα πλακάκια έτσι τοποθετημένα, που δε μενει κανένα κενό! Αλλοί πάλι λένε, πως η έκφραση προέρχεται από το παιχνίδι των χαρτιών « πλακάκια » . Δύο συμπαίκτες κανονίζουν έτσι τα κοψίματα που χαρτιών ( στα πλακάκια κόβουν πολλές φορές και όποιος έχει το μεγαλύτερο ή το ίδιο -ανάλογα τη συμφωνία- κερδίζει), ώστε να χανει πάντοτε ό τρίτος συμπαίκτης τους.
“Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες”
Ένας από τους αστυνομικούς διευθυντές της παλιάς Αθήνας, ο Μπαϊρακτάρης, χτύπησε αλύπητα όλους τους « μάγκες, τα κουτσαβάκια » ( που τους ονόμασαν έτσι από το ιδιόρρυθμο βάδισμά τους ) της εποχής του. Εκτός από το ψαλίδι που είχε και που έκοβε τα μανίκια των σακακιών, που φορούσαν από το ένα μόνο χέρι οι « κουτσαβάκηδες », τους έδερνε και στο τέλος τους έκοβε τα « τσουλούφια » των μαλλιών τους και τους άφηνε να φύγουν. Αυτοί, όμως, ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγούν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε, μάλιστα, τραγουδούσαν : « τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες…». Από το δίστιχο αυτό, έμεινε μέχρι τα χρόνια μας η φράση.
“Τα κρέμασε στον κοκκορα”
Οι αρχαίοι είχαν και αυτοί τα τυχερά τους παιχνίδια. Και ζάρια έπαιζαν και κότσια, αλλά και κοκορομαχίες (αλεκτρυονομαχίαι) διοργάνωναν. Όπως ακριβώς και σήμερα σε διάφορα κράτη, έβαζαν δύο γυμνασμένους κοκόρους να μαλώσουν και άρχιζαν τα στοιχήματα, ποιός κόκορας θα νικούσε. Τα στοιχήματα φαίνεται πως άρεσαν στους αρχαίους. Έτσι, πάνω στους κοκόρους στοιχηματίζοντας, κρεμούσαν πολλές φορές περιουσίες. Στον κόκορα κρεμούσαν τα χρήματά τους και όπως συμβαίνει συνήθως με τους παίχτες, τα έχαναν. Από τα αρχαία, λοιπόν, χρόνια και από τις κοκορομαχίες, μας έμεινε και η φράση « τα κρέμασε στον κόκορα », που λέμε μέχρι και σήμερα με την ίδια σημασία.
“Τι καπνό φουμάρεις;”
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν “τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι.
Πηγή :theditch.wordpress.com
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου