Lorem Ipsum

ΛΑΪΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΑ




ΛΑΪΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΑ

Το λάδι κι η αλήθεια πάντα βγαίνουν από πάνω.
Μάζευε κι ας ειν' και ρώγες.
Φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι.
Σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις χρόνο και σαπούνι.
Ο κακός ο μάστορης με τα σύνεργά του τα βάζει.

Οποιος γελά τελευταίος, γελά καλύτερα.

Όταν έχεις και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός.
Για χάρη του βασιλικού, ποτίζεται κι η γλάστρα.
Ένας κούκος δεν φέρνει την Άνοιξη.
Ο λωλός, αν δεν κουραστεί δεν κάθεται.
Άρχοντα, αν πιάσεις φίλο, γράψου σκλάβος να ξεγνοιάσεις.
Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
Κάνει το λογαριασμό, χωρίς τον ξενοδόχο.
Γάμος εις τα γηρατειά ή σταυρός ή κέρατα.
Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει.
Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς.
Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει.
Νιάτα δουλεμένα, γερατειά αναπαυμένα.
Τα δανεικά τα ρούχα ζεστασιά δεν σου κρατούν
.
Δένδρο που λυγά, δε σπάζει.
Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Πάρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
Στους στραβούς κυβερνάει ο μονόφθαλμος.
Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται.
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Θέλεις να χάσεις ένα φίλο; Δάνεισε του χρήματα.
Τέχνη θέλει το πριόνι κι όποιος το βαστά να ιδρώνει.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα.
Μην παίρνεις δίκιο ορφανού, ούτε τόπο ποταμού.
Φτωχός άγιος, δοξολογία δεν έχει.
Όσα βρέχει ο Θεός, τόσα καταπίνει η γη.
Η τέχνη και η πονηριά τη νικά την αντρειά.
Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
Ανάθρεψε τον ποντικό να φάει και το σακκί σου.

Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης

Βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε το βουνό.

Δεν πιστεύει ο χορτάτος το κακό του νηστικού.

Εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε

Αν κάμει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα, χαράς σ' εκείνο το ζευγά που' χει πολλά σπαρμένα.

Ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλει αέρα.

Η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει.

Θέλεις το φτωχό να σκάσει, πες του λίρες να σ' αλλάξει.

Ίδιο πρόσωπο έρχεται, ίδιο μαντάτο φέρνει.

Κάλλιο' χω σήμερα τ' αυγό περά αύριο την κόττα.

Λείψε από την κακή την ώρα, για να ζήσεις χίλιους χρόνους.

Μικρό μικρό τ' αλώνι σου μ' ας είν' κατάδικο σου.

Να λειπαν τα πιπέρια μου να ιδώ τις μαγεριές σου.

Θέλει ν' ανθίσει το δενδρί μα η πάχνη δεν τ' αφήνει

Ξένο ψωμί ήταν πουτρωγε, δικό του το μαχαίρι.

Ρώτα δύο, ρώτα τρεις και διάβαινε την Πόλη.

Σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου.

Του γειτόνου μας ο σκύλος, γείτονας είναι κι εκείνος.

Ύπνος γλυκός σαν σου κατεβεί, πήγαινε να κοιμηθείς.

Φυλάξου απ' άνθρωπο σπανό και μαλλιαρή γυναίκα.

Χοντρή μπουκιά μη φας και χοντρό λόγο μη πεις.

Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Άδουλος δουλειά δεν έχει το βρακί του λύει και δένει.
Άκουσε γέρου συμβουλή και παιδευμένου γνώση.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών' και μαγαρίζουν.
Το δένδρο από το καρπό γνωρίζεται.
Άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη.
Αλλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω εγώ το πόνο.
Και το μικρότερο δενδρό έχει τον ασκιανό του.
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
Αν δε κουνήσει η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της.
Αν δεν αστράψει, δε βροντά.
Αν έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς.
Σε ξένο χωράφι, δρεπάνι μη βάζεις.
Κοντά στα ξερά, καίγονται και τα χλωρά.
Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πάς.
Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
Αν έχεις νύχια ξύνεσαι.
Αν δε βρέξεις κώλο ψάρια δεν τρως.
Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
Ανάρια ανάρια το φιλί για να 'χει νοστιμάδα.
Ανύπαντρος προξενητής, για πάρτη του γυρεύει.
Οπού 'ναι απόξω απ' το χορό πολλά τραγούδια ξέρει.
Απ' τ' αυτί και στο δάσκαλο.
Το δένδρο που' χει τον καρπό όλο πετροβολιέται.
Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
Απρίλης με τα λούλουδα και Μάης με τα ρόδα.
Από αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.
Από κει που πήδησε η κατσίκα θα περάσει και το κατσικάκι.
Από το στόμα σου και στου θεού στ’ αυτί.
Από 'ξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
Από τη λεχώνα κι απ' τη μαμή, εχάθει το παιδί.
Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυό φορές το χρόνο.
Άφησε το γάμο και πάει για πουρνάρια.
Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει ο γάιδαρος.
Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει.
Βαστάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου.
Βγάζει απ' τη μύγα ξύγκι.
Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω.
Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε καμπόσους.
Γουρούνι στο σακί.
Δε φοβάται το βουνό από τα χιόνια.
Δε δίνει έναν παρά.
Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
Δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη.
Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
Δύο καρπούζια κάτω από μία αμασκάλη δε χωράνε.
Έβαλαν το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα.
Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων οι ψύλλοι.
Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
Έμαθα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.
Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη.
Εκεί που είσαι ήμουνα και δω που είμαι θα ' ρθεις.
Έχασε τ' αυγά με τα καλάθια.
Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα σου.
Η καμήλα από τ' αυτί δεν κουτσαίνει.
Η γριά κότα έχει το ζουμί.
Η καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά.
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει.
Η νύφη όντας θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει.
Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.
Ή μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου.
Θές θέριζε και δένε, θές δένε και κουβάλα.
Θέλω ν' αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ' αφήνει.
Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Κάθ' ενός η πορδή, μόσχος του μυρίζει.
Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
Καινούργιο κοσκινάκι μου, και που να σε κρεμάσω.
Καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια.
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι.
Κάλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ' αλώνι.
Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
Κάλλιο μία μέρα κόκκορης παρά πέντε μέρες κότα.
Κάλλιο στο παλούκι, πάρα σώγαμπρος.
Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
Κανένας δεν άγιασε στον τόπο του.
Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
Κατά μάνα κατά κύρη κατά γιος και θυγατέρα.
Κάποιου χαρίζανε ένα γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.
Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι παντρεμένες.
Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη.
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
Κώλος που κλάνει γιατρό δε φοβάται.
Λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Λείπει ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.
Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
Με πορδές αυγά δε βάφονται.
Με στραβό σαν κοιμηθείς το πρωί γκαβίζεις.
Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
Μην παίζεις με τη φωτιά.
Μία στο καρφί και μία στο πέταλο.
Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα.
Μπάτε σκύλοι αλέστε.
Μπρος τα κάλλη τι είν' ο πόνος.
Ν' άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.
Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.
Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.
Ο καλός ο μύλος τ’ αλέθει όλα.
Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.
Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του.
Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου φάτο.
Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.
Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
Όλα τα γουρούνια μία μύτη έχουνε.
Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
Όλα τα 'χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε.
Όλοι αντάμα κι ψωριάρης χώρια.
Όλοι κλαίν τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι.
Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
Όποια έχει ρόκα και παιδί, στη γειτονιά να μην εβγεί.
Οποίος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
Οποίος φτύνει κατά πάνω φτύνει τα μούτρα του.
Οποίος βαριέται να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινάει.
Οποίος πηδάει πολλά παλούκια ένα θα μπει στον κώλο του.
Όποιος σκάβει το λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι ρίχνει και στα λάχανα.
Όπου' χει αμπέλια, ας βάνει εργάτες.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων' οι κότες.
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει.
Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.
Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Όπως μου βαράνε χορεύω.
Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Ότι έσπειρες θα θερίσεις.
Ότι μικρομάθαινες, δεν τα γεροντάφηνες.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
Ούτε κότες έχω ούτε με την αλουπού μαλώνω.
Παπά παιδί διαβόλου γκόνι.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Παρηγοριά στον άρρωστο. ώσπου να βγει η ψυχή του.
Πέσε πίτα να σε φάω.
Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
Πιάσ' τ' αυγό και κούρεψ' το.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Ποιος στραβός δε θέλει το φως του.
Που πας ξιπόλητος στ' αγκάθια.
Σ' εσέ το λέω πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη.
Σ' αγαπώ κυρά να κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις.
Σαν το χιόνι στον κόρφο του.
Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Σε σάπιο σανίδι μην πατάς.
Σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι.
Σόι πάει το βασίλειο.
Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
Στην αναβροχιά, καλό είν' και το χαλάζι.
Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ' το σπίτι αγκάθι.
Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' το σπίτι.
Στραβός βελόνι εγύρευε μέσα στην αχυρώνα.
Συμπεθέροι και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια.
Τα στερνά νικούν τα πρώτα.
Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε.
Της νύχτας τη δουλειά τη βλέπει η μέρα και γελά.
Τι είν' ο κάβουρας τι είν' το ζουμί του.
Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα.
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
Το ράσο δεν κάνει τον παπά.
Το ραβδί έχει δύο άκρες.
Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
Το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι.
Το αίμα νερό δε γίνεται.
Το ινάτι βγάζει μάτι.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
Του παιδιού μου το παιδί, μου είναι δυό φορές παιδί.
Τού ταξε λαγούς με πετραχήλια.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο.
Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα.
Ψάχνει ψύλλους στ' άχυρα.
Ψωμί δεν έχουμε τυρί ζητάμε.

Δημοσίευση σχολίου

About This Blog

  © Blogger template Webnolia by Ourblogtemplates.com 2009

Back to TOP